- τάλε κουάλε
- επίρρ. τροπ. (λ. ιταλ.), όμοια, παρόμοια: Τα φερσίματά του είναι τάλε κουάλε σαν του πατέρα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τάλε κουάλε — Ν άκλ. (ξεν.) 1. επίρρ. α) περίπου όμοια β) ακριβώς το ίδιο 2. ως επίθ. όμοιος, παρόμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tale quale] … Dictionary of Greek